ARCHITECTURE

For Kipseli Architects architecture is conceptual.

It is based on one or more ideas emanating from the characteristics of the land, the images of the era, but mainly from the person/user experiencing it.
Each project is different for us, the same way the place, the time, the needs and the desires of each owner/user are.

We don’t aim at implementing a horizontal formalistic aesthetic but rather creating narrating buildings, which will tell stories of different lands and people, instead. To achieve that, we, as Kipseli Architects, developed our own multi-level spatial language, which leads to a new, more malleable architectural approach that respects the values of our culture and relates to current needs, offering prospects for future use and implementation.

Our ultimate goal is for the visitors and users of our architecture, to be able to touch and explore the space feeling they themselves are part of our architectural narrative.


 

Η Αρχιτεκτονική για την Κυψέλη Αρχιτεκτονικής είναι εννοιολογική. Βασίζεται σε μία ή περισσότερες ιδέες που πηγάζουν από τα χαρακτηριστικά του τόπου, από τις εικόνες της εποχής αλλά κυρίως από τον ίδιο άνθρωπο/χρήστη που θα την βιώσει.

Το καθε έργο για εμάς είναι διαφορετικό και εξατομικευμένο όπως διαφορετικός είναι ο τόπος, ο χρόνος καθώς και οι ανάγκες και οι επιθυμίες του εκάστοτε ιδιοκτήτη / χρήστη.

Στόχος μας δεν είναι μια οριζόντια φορμαλιστική αισθητική αλλά η δημιουργία αφηγηματικών κτιρίων, τα οποία θα διηγούνται ιστορίες διαφορετικών τόπων και ανθρώπων. Για να το πετύχουμε αυτό, αναπτύξαμε ως Κυψέλη Αρχιτεκτονικής, μια δική μας πολυεπίπεδη χωρική γλώσσα, η οποία οδηγεί σε μια νέα, πιο εύπλαστη αρχιτεκτονική προσέγγιση, που σέβεται τις αξίες του πολιτισμού μας και σχετίζεται με τις τρέχουσες ανάγκες, προσφέροντας προοπτικές για μελλοντική χρήση και προσαρμογή.

Απώτερος στόχος μας είναι οι επισκέπτες και χρήστες της Αρχιτεκτονικής μας να μπορούν να αγγίξουν, να εξερευνήσουν και να νιώσουν και οι ίδιοι μέρος του καθε αρχιτεκτονικού μας αφηγήματος

CONCEPT DESIGN | BUILDING PERMIT_FINALISED DESIGN | DETAILED DESIGN_IMPLEMENTATION | SITE SUPERVISION_EXECUTION

 
 

 CASE STUDY

P144_2_8_2018-10.jpg

 

 ZENObIA

 

Zenobia is a multistory building of mixed use, located on one of the most important arterial roads of Athens, Panormou Street.  

 

MISSION


The architectural study of Zenobia was a significant challenge for us as the lot of the future building is located at a very central and visible spot of the city and, considering its projected height, it will inevitably become an architectural landmark for the surrounding area of Ampelokipoi and the greater area of Athens.

Because of its positioning, it was decided by the owner that the building will not have just one use. The ground floor will be housing stores, the second and the third floor will be available as office spaces and the rest of the floors will become residencies to be rented out short term.

The owner is a Greek immigrant living with his family in Germany. He requested a high standard building that would have an impact on the life of the surrounding area. The European buildings serving as an example seem utopian compared to the Greek reality.

 

OUTCOME

 
Shortly after we started working on the plot | layout, we faced countless town planning restrictions due to projected building height and small lot surface. The fact that Greece is a seismogenic country combined with its conservative practices leaves almost no room for the architect to navigate within the urban plan of its cities.

The building restrictions of the area determined the continuous structure building system, while the bilateral attachment was another architectural challenge for us since although the building will tower higher than the bordering ones it can only have one side facing the street.  

Because of the shape of the lot, we were forced to locate the central stairwell in the middle and towards the back so that we keep the front side of the building open and spacious.

Analyzing the multi-use issue, we soon came to realize that the residencies would definitely need to be equipped with balconies, in contrast to the office spaces and the stores where there was no such need. Furthermore, due to the loud noise coming from the street and in order to take advantage of the unobstructed view from the higher levels of the building, it was considered best if the residencies were located at the highest floors of the building.

Moving to the thought | concept, which is the main theme of our architectural narrative, it spontaneously “hit us” the narrative of Calvino titled “Invisible Cities”.

Calvino Italo was one of the most important Italian litterateurs of the 20th century. Following in his footsteps, we too looked to find reality through utopia, and we identified with one of the invisible cities described so masterfully in his work, the city of Zenobia.

*The story excerpt ( theory | definition) we used and adjusted to our architectural narrative is the following:

“Now I shall tell of the city of Zenobia, which is wonderful in this fashion: though set on dry terrain it stands in high pilings, and the houses are of bamboo and zinc, with many platforms and balconies placed on stilts at various heights, crossing one another, linked by ladders and hanging sidewalks, surmounted by cone-roofed belvederes, barrels storing water, weather vanes, jutting pulleys, and fish poles, and cranes.

No one remembers what need or command or desire drove Zenobia’s founders to give their city this form, and so there is no telling whether it was satisfied by the city as we see it today, which has perhaps grown through successive superimpositions from the first, now undecipherable plan. But what is certain is that if you ask an inhabitant of Zenobia to describe his vision of a happy life, it is always a city like Zenobia that he imagines, with its pilings and its suspended stairways, a Zenobia perhaps quite different, a-flutter with banners and ribbons, but always derived by combining elements of that first model.

This said, it is pointless trying to decide whether Zenobia is to be classified among happy cities or among the unhappy. It makes no sense to divide cities into these two species, but rather into another two: those that through the years and the changes continue to give their form to desires, and those in which desires either erase the city or are erased by it.”

In short, our architectural narrative will outline, in shades of black and white, an acrobat building, part of a utopian city simulating the thin city of Zenobia, adjusted to the ever-increasing needs of today and the greater characteristics of the encompassing city.

 

Let’s not forget that after all what differentiates us from countries like Germany is not the technology used nor the financial strength and production capacity, but the contemplation and our critical thinking.

 
 

Η Ζηνοβία είναι ένα πολυώροφο κτίριο μεικτών χρήσεων που βρίσκεται πάνω σε μια από τις σημαντικότερες οδικές αρτηρίες της Αθήνας στην οδό Πανορμου.

Η αρχιτεκτονική μελέτη της Ζηνοβίας ήταν μια πολύ μεγάλη πρόκληση για εμας καθως το κτίριο προς ανέγερση βρίσκεται σε ένα πολύ κεντρικό και εμφανες σημείο της πόλης και λόγω του μεγάλου προβλεπόμενου ύψους του αναπόφευκτα θα αποτελέσει ένα αρχιτεκτονικό τοπόσημο για την περιοχή των Αμπελοκήπων και της Αθήνας γενικότερα.

Λόγω της κομβικής θέσης του κτιρίου, ο ιδιοκτήτης αποφάσισε να στεγάσει σε αυτό μεικτές χρήσεις, εμπορικά καταστήματα στο ισόγειο, γραφεία στον δεύτερο και τρίτο όροφο και κατοικίες προς βραχυπρόθεσμη ενοικίαση στους υπόλοιπους ορόφους. Πρόκειται για Έλληνα μετανάστη που ζει μόνιμα στην Γερμανια με την οικογένεια του. Ο ίδιος ζήτησε ένα κτίριο υψηλών προδιαγραφών που θα αλλάξει τον ροή της περιοχής. Τα ευρωπαϊκά κτίρια που έχει ως πρότυπα φαντάζουν ουτοπικά σε σύγκριση με την ελληνική πραγματικότητα.

Ξεκινώντας από την κάτοψη | πλοκή αντιληφθήκαμε σχετικά άμεσα τους αμέτρητους πολεοδομικούς περιορισμούς που είχαμε λόγω ύψους και μικρής επιφάνειας οικοπέδου. Η Ελλάδα είναι μια σεισμογενής χώρα και σε συνδυασμό με τις συντηρητικές πρακτικές που ακολουθεί δεν αφήνει σχεδόν κανένα περιθώριο στον αρχιτέκτονα να κινηθεί μέσα στον πυκνό πολεοδομικο ιστό των πόλεων της.

Οι όροι δόμησης της περιοχής μας καθόρισαν το συνεχές σύστημα δομησης και η αμφίπλευρη μεσοτοιχία ήταν μια ακόμα αρχιτεκτονική πρόκληση για εμας καθως παρόλο που το κτίριο εχει την δυνατότητα να ξεπροβάλλει πολύ ψηλότερα από τα όμορα του κτίρια δύναται να έχει μόνο ένα πρόσωπο στο δρόμο.

Αναγκαστήκαμε λοιπόν λόγω σχήματος οικοπέδου να τοποθετήσουμε το κεντρικό κλιμακοστάσιο στην μέση και πίσω προκειμένου να κρατήσουμε ανοιχτή και ελεύθερη την μπροστινή όψη του κτιρίου. Αναλύοντας το ζητημα των πολλαπλών χρήσεων σύντομα συνειδητοποιήσαμε ότι οι κατοικίες χρειάζονται οπωσδήποτε εξωτερικο χώρο μπαλκόνι σε αντίθεση με τα γραφεία και τα εμπορικά καταστήματα. Επισης λόγω του έντονου θορύβου από τον δρόμο και της απροσκοπτης θεας από ψηλά θα ήταν δόκιμο οι κατοικίες να τοποθετηθούν στους πάνω ορόφους του κτιρίου.

Προχωρώντας στην σκέψη | concept δηλαδή στο κεντρικό θέμα του αρχιτεκτονικού μας αφηγήματος μας ήρθε αυθόρμητα η έμπνευση...
το αφήγημα του Καλβινο οι αόρατες πόλεις. Ο Ίταλο Καλβίνο ήταν ένας από τους σημαντικότερους Ιταλούς λογοτέχνες του 20ου αιώνα.Όπως και ίδιος στο έργο του έτσι και εμεις αναζητήσαμε την πραγματικότητα μέσα από την ουτοπία.

Ταυτίστηκαμε με μια από τις αόρατες πόλεις που περιγράφει τόσο αριστοτεχνικά στο έργο του, την πόλη της Ζηνοβίας. Το λεκτικό αφήγημα που χρησιμοποιήσαμε και προσαρμόσαμε στην αρχιτεκτονική μας μελέτη είναι το παρακάτω:

«Τώρα θα πω για τη πόλη Ζηνοβία που έχει τούτο το θαυμαστό: αν και χτισμένη σε άνυδρη περιοχή υψώνεται πάνω σε πανύψηλους πασσάλους και τα σπίτια είναι από μπαμπού και τσίγκο -με πολλές στοές και μπαλόνια- τοποθετημένα σε διαφορετικά επίπεδα, πάνω σε υποστυλώματα που το ένα ξεπερνάει τα άλλο, συνδεδεμένα μεταξύ τους με ανεμόσκαλες και κρεμαστά πεζοδρόμια, ενώ υπερυψώνονται εξώστες σκεπασμένοι με κωνικές στέγες, βαρέλια για αποθήκευση νερού, ανεμοδείχτες, προεξοχές από τροχαλίες, ορμιές και γερανοί.

Κανείς δε θυμάται ποια ανάγκη ή προσταγή ή επιθυμία έσπρωξε τους ιδρυτές της Ζηνοβίας να δώσουν αυτήν τη μορφή στην πόλη τους, γι' αυτό δεν μπορείς να πεις αν η πόλη όπως τη βλέπουμε σήμερα και που ίσως αναπτύχθηκε μέσα από μεταγενέστερες προθήκες πάνω στο αρχικό κι ανεξιχνίαστο τώρα πια σχέδιο, εκπλήρωσε το σκοπό της. Όμως το βέβαιο είναι πως αν ζητήσεις από οποιονδήποτε κάτοικο της Ζηνοβίας να σου περιγράψει πώς φαντάζεται την ευτυχία στη ζωή, αυτός πάντα θα οραματίζεται μια πόλη σαν τη Ζηνοβία, με τους πασσάλους της και τις κρεμαστές της σκάλες, μια Ζηνοβία ίσως εντελώς διαφορετική, γεμάτη από λάβαρα και κορδέλες ν' ανεμίζουν, αλλά που πάντα αναπαράγεται από συνδυασμό των στοιχείων εκείνου του πρώτου μοντέλου.

Μετά απ' όλα αυτά, είναι μάταιο να καθορίσεις αν η Ζηνοβία μπορεί να ταξινομηθεί στις ευτυχισμένες ή τις δυστυχισμένες πόλεις. Δεν έχει νόημα να χωρίζεις τις πόλεις σ' αυτές τις δύο κατηγορίες, αλλά μάλλον σε δύο άλλες: αυτές που συνεχίζουν μέσα από χρόνια και αλλαγές να δίνουν τη μορφή τους στις επιθυμίες κι εκείνες όπου οι επιθυμίες ή καταφέρνουν να σβήσουν την πόλη ή σβήνουν απ' αυτήν.»

Με λίγα λόγια, το αρχιτεκτονικό μας αφήγημα θα σκιαγραφεί σε ασπρόμαυρους τόνους ένα κτίριο ακροβάτη κομμάτι μιας ουτοπικής πόλης που προσομοιάζει τη λεπτή πόλη Ζηνοβία, προσαρμοσμένο στις ολοένα αυξανόμενες αναγκες του σήμερα και στα ευρύτερα χαρακτηριστικά της πόλης.

Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι αυτό που μας διαφοροποιεί από τα αλλά κράτη όπως η Γερμανία δεν είναι η τελευταία τεχνολογία που χρησιμοποιούμε ούτε η οικονομική και παραγωγική μας δύναμη αλλά ο στοχασμός, και η κριτική μας σκέψη.